- πηγός
- και παγός, -ή, -όν, Α1. συμπαγής, σωματώδης («ἵππους πηγούς», Ομ. Ιλ.)2. (για κύμα) πολύ φουσκωμένο, πελώριο3. λευκός (α. «πηγός πλόκος», Λυκόφρ. β. «πηγὰ ὀστέα», πάπ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πηγόςτο αλάτι5. (κατά τον Ησύχ.) «πηγόνοἱ μἐν λευκόν, οἱ δὲ μέλαν».[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- τού πήγ-νυμι* + κατάλ. -ός. Η σημ. «λευκός» και «μέλας» που αποδόθηκε στο επίθ. είναι μτγν. και οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία ομηρικού χωρίου].
Dictionary of Greek. 2013.